- γάλαγος
- (galago). Μικρόσωμος πίθηκος της οικογένειας των γαλαγκιδών. Έχει μέγεθος κουνελιού, φαιό ή υπόξανθο χρώμα, άκρα που καταλήγουν σε μακριά δάχτυλα και ουρά μακριά και θυσανωτή. Το ρύγχος του είναι μικρό και μυτερό, το κεφάλι στρογγυλό και τα μάτια μεγάλα. Το θηλυκό έχει τέσσερις μαστούς, δύο θωρακικούς και δύο κοιλιακούς, και γεννά ένα ή δύο νεογνά που στη μεταφορά κρεμιούνται από τις τρίχες του. Τα δύο κύρια είδη γ. είναι ο παχύουρος που ζει στη νότια Αφρική και ο σενεγάλειος που ζει στην κεντρική Αφρική. Και τα δύο είναι δενδρόβια και σαρκοφάγα. Ο γ. λέγεται και γάλαγκος.
Dictionary of Greek. 2013.